- υπερετερόδυνο
- το, Ν(ραδιοηλ.) δέκτης ραδιοηλεκτρικών κυμάτων μέσα στον οποίο επιπροστίθεται στην ταλάντωση τού φέροντος κύματος και μία υψίσυχνη ταλάντωση που παράγεται από τοπικό ταλαντωτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ετερόδυνο].
Dictionary of Greek. 2013.