υπερετερόδυνο

υπερετερόδυνο
το, Ν
(ραδιοηλ.) δέκτης ραδιοηλεκτρικών κυμάτων μέσα στον οποίο επιπροστίθεται στην ταλάντωση τού φέροντος κύματος και μία υψίσυχνη ταλάντωση που παράγεται από τοπικό ταλαντωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ετερόδυνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”